- καταπεδουκλώνομαι
- (επιτ. τ. τού πεδουκλώνω, πεδουκλώνομαι)μπερδεύομαι, σκοντάφτω («εκαταπεδουκλώθηκε [το άλογον], πέφτει, κουλουμουντρίζει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πεδουκλώνομαι (< λατ. pediculus «μικρό πόδι», υποκορ. τού pes, pedis «πόδι»].
Dictionary of Greek. 2013.